12 Και ο Ιησούς μπήκε μέσα στο ιερό τού Θεού, και έβγαλε έξω όλους αυτούς που πουλούσαν και αγόραζαν μέσα στο ιερό, και αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών, και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν τα περιστέρια· 13 και τους λέει: Είναι γραμμένο: «Ο οίκος μου, θα ονομάζεται οίκος προσευχής»· εσείς, όμως, τον κάνατε «σπήλαιο ληστών». 14 Και ήρθαν κοντά του μέσα στο ιερό τυφλοί και χωλοί· και τους θεράπευσε. 15 Και όταν οι ιερείς και οι γραμματείς είδαν τα θαυμαστά πράγματα που έκανε, και τα παιδιά που έκραζαν μέσα στο ιερό και έλεγαν: Ωσαννά στον γιο τού Δαβίδ, αγανάκτησαν, 16 και του είπαν: Ακούς αυτοί τι λένε; Και ο Ιησούς λέει σ' αυτούς: Ναι· ποτέ δεν διαβάσατε ότι: «Από στόμα νηπίων και από θηλαζόντων ετοίμασες αίνεση»; 17 Και αφού τους άφησε, βγήκε έξω από την πόλη, στη Βηθανία, και διανυχτέρευσε εκεί.
18 Και όταν το πρωί γύριζε στην πόλη, πείνασε· 19 και βλέποντας μια συκιά επάνω στον δρόμο, ήρθε κοντά της, και δεν βρήκε τίποτε επάνω της, παρά μονάχα φύλλα· και της λέει: Να μη γίνει πλέον καρπός από σένα στον αιώνα. Κι αμέσως η συκιά ξεράθηκε. 20 Και οι μαθητές βλέποντας θαύμασαν, λέγοντας: Πώς ξεράθηκε αμέσως η συκιά! 21 Και απαντώντας ο Ιησούς, τους είπε: Σας διαβεβαιώνω, αν έχετε πίστη, και δεν διστάσετε, όχι μονάχα αυτό της συκιάς θα κάνετε, αλλά και σ' αυτό το βουνό αν πείτε: Σήκω και πέσε στη θάλασσα, θα γίνει. 22 Και όλα όσα ζητήσετε στην προσευχή, έχοντας πίστη, θα τα πάρετε.
23 Και όταν ήρθε στο ιερό, καθώς δίδασκε, ήρθαν κοντά του οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, λέγοντας: Με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά; Και ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία; 24 Και ο Ιησούς, απαντώντας, τους είπε: Θα σας ρωτήσω και εγώ έναν λόγο, που αν μου πείτε, θα σας πω και εγώ με ποια εξουσία τα κάνω αυτά· 25 το βάπτισμα του Ιωάννη από πού ήταν; Από τον ουρανό ή από τους ανθρώπους; Και εκείνοι σκέπτονταν μέσα τους, λέγοντας: Αν πούμε: Από τον ουρανό, θα μας πει: Γιατί, λοιπόν, δεν πιστέψατε σ' αυτόν; 26 Αν, όμως, πούμε: Από τους ανθρώπους, φοβόμαστε το πλήθος· επειδή, όλοι έχουν τον Ιωάννη ως προφήτη. 27 Και απαντώντας στον Ιησού, είπαν: Δεν ξέρουμε. Κι αυτός είπε σ' αυτούς: Ούτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά.
28 Αλλά, τι γνώμη έχετε; Ένας άνθρωπος είχε δύο γιους· και καθώς ήρθε στον πρώτο, είπε: Παιδί μου, πήγαινε σήμερα να δουλέψεις στον αμπελώνα μου. 29 Και εκείνος απαντώντας, είπε: Δεν θέλω· ύστερα, όμως, μετανιώνοντας, πήγε. 30 Και καθώς ήρθε στον δεύτερο, του μίλησε κατά παρόμοιο τρόπο. Και εκείνος απαντώντας, είπε: Εγώ, θα πάω, κύριε· και δεν πήγε. 31 Ποιος από τους δύο έκανε το θέλημα του πατέρα; Του λένε: Ο πρώτος. Λέει σ' αυτούς ο Ιησούς: Σας διαβεβαιώνω, ότι οι τελώνες και οι πόρνες πηγαίνουν πριν από σας στη βασιλεία τού Θεού· 32 επειδή, ήρθε σε σας ο Ιωάννης με δρόμο δικαιοσύνης, και δεν πιστέψατε σ' αυτόν· όμως, οι τελώνες και οι πόρνες πίστεψαν σ' αυτόν· εσείς, όμως, όταν το είδατε, δεν μεταμεληθήκατε κατόπιν, ώστε να πιστέψετε σ' αυτόν.
33 Ακούστε μια άλλη παραβολή: Υπήρχε κάποιος άνθρωπος οικοδεσπότης, ο οποίος φύτεψε έναν αμπελώνα, και έβαλε ολόγυρά του φράχτη, και έσκαψε μέσα σ' αυτόν ένα πατητήρι, και οικοδόμησε έναν πύργο· και τον μίσθωσε σε γεωργούς, και αποδήμησε. 34 Όταν δε πλησίασε ο καιρός των καρπών, έστειλε τους δούλους του προς τους γεωργούς, για να πάρουν τούς καρπούς του. 35 Και οι γεωργοί, αφού έπιασαν τους δούλους του, άλλον μεν έδειραν, και άλλον φόνευσαν, και άλλον λιθοβόλησαν. 36 Έστειλε ξανά άλλους δούλους περισσότερους από τους πρώτους· και σ' αυτούς έκαναν κατά παρόμοιο τρόπο. 37 Έπειτα, όμως, έστειλε σ' αυτούς τον γιο του, λέγοντας: Θα ντραπούν τον γιο μου. 38 Οι γεωργοί, όμως, βλέποντας τον γιο, είπαν αναμεταξύ τους: Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε, ας τον φονεύσουμε, και ας κατακρατήσουμε την κληρονομιά του. 39 Και αφού τον έπιασαν, τον έβγαλαν έξω από τον αμπελώνα, και τον φόνευσαν. 40 Όταν, λοιπόν, έρθει ο ιδιοκτήτης τού αμπελώνα, τι θα κάνει σ' εκείνους τους γεωργούς; 41 Του λένε: Τους κακούς θα τους απολέσει με κακό τρόπο· και τον αμπελώνα θα τον μισθώσει σε άλλους γεωργούς, που θα του αποδώσουν τους καρπούς στις εποχές τους. 42 Τους λέει ο Ιησούς: Ποτέ δεν διαβάσατε στις γραφές: «Η πέτρα που αποδοκίμασαν οι οικοδομούντες, αυτή έγινε ακρογωνιαία πέτρα· από τον Κύριο έγινε αυτή, και είναι θαυμαστή στα μάτια μας»; 43 Γι' αυτό, σας λέω ότι, η βασιλεία τού Θεού θα αφαιρεθεί από σας, και θα δοθεί σε έθνος που κάνει τούς καρπούς της. 44 Και όποιος πέσει επάνω σ' αυτή την πέτρα, θα συντριφτεί· επάνω σε όποιον, όμως, πέσει, θα τον κατασυντρίψει. 45 Και όταν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι άκουσαν τις παραβολές του, κατάλαβαν ότι μιλάει γι' αυτούς· 46 και ζητώντας να τον πιάσουν, φοβήθηκαν τα πλήθη, επειδή τον είχαν ως προφήτη.
Κεφάλαιον 22
1 ΚΑΙ απαντώντας ξανά ο Ιησούς, τους είπε, με παραβολές, λέγοντας: 2 Η βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε με έναν άνθρωπο βασιλιά, που έκανε γάμους στον γιο του· 3 και έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους προσκαλεσμένους στους γάμους· και εκείνοι δεν ήθελαν νάρθουν. 4 Έστειλε ξανά άλλους δούλους, λέγοντας: Πείτε στους προσκαλεσμένους: Δέστε, ετοίμασα το γεύμα μου· οι ταύροι μου και τα θρεφτάρια μου είναι σφαγμένα, και όλα είναι έτοιμα· ελάτε στους γάμους. 5 Εκείνοι, όμως, δείχνοντας αμέλεια, αναχώρησαν, ο ένας μεν στο χωράφι του, ο άλλος δε στο εμπόριό του· 6 και οι υπόλοιποι, αφού έπιασαν τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους φόνευσαν. 7 Και ακούγοντάς το ο βασιλιάς οργίστηκε· και στέλνοντας τα στρατεύματά του, εξολόθρευσε εκείνους τους φονιάδες, και κατέκαψε την πόλη τους. 8 Τότε, λέει στους δούλους του: Ο γάμος μεν είναι έτοιμος, αλλά οι προσκαλεσμένοι δεν ήσαν άξιοι· 9 Πηγαίνετε, λοιπόν, στις διόδους των δρόμων, και όσους αν βρείτε, καλέστε τους στους γάμους. 10 Και αφού εκείνοι οι δούλοι βγήκαν στους δρόμους, συγκέντρωσαν όλους όσους βρήκαν, και κακούς και καλούς· και ο γάμος γέμισε από καθισμένους στο τραπέζι. 11 Κι όταν ο βασιλιάς μπήκε μέσα για να θεωρήσει τους καθισμένους στο τραπέζι, είδε εκεί έναν άνθρωπο να μη είναι ντυμένος με ένδυμα γάμου· 12 και του λέει: Φίλε, πώς μπήκες εδώ, μη έχοντας ένδυμα γάμου; Κι εκείνος αποστομώθηκε. 13 Τότε, ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες: Αφού τον δέσετε χειροπόδαρα, σηκώστε τον, και ρίξτε τον στο εξώτερο σκοτάδι· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. 14 Επειδή, πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί.
15 ΤΟΤΕ, πήγαν οι Φαρισαίοι και έκαναν συμβούλιο με ποιον τρόπο να τον παγιδεύσουν με λόγο. 16 Και στέλνουν σ' αυτόν τους μαθητές τους, μαζί με τους Ηρωδιανούς, λέγοντας: Δάσκαλε, ξέρουμε ότι λες την αλήθεια, και διδάσκεις αληθινά τον δρόμο τού Θεού, και δεν σε μέλει για κανέναν· επειδή, δεν κοιτάζεις σε πρόσωπο ανθρώπων. 17 Πες μας, λοιπόν: Τι νομίζεις; Επιτρέπεται να δώσουμε φόρο στον Καίσαρα ή όχι; 18 Και ο Ιησούς, επειδή γνώρισε την πονηρία τους, είπε: Υποκριτές, τι με πειράζετε; 19 Δείξτε μου το νόμισμα του φόρου. Και εκείνοι τού έφεραν ένα δηνάριο. 20 Και τους λέει: Η εικόνα αυτή και η επιγραφή τίνος είναι; 21 Του λένε: Του Καίσαρα. Τότε, τους λέει: Αποδώστε, λοιπόν, στον Καίσαρα αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα, και στον Θεό, αυτά που ανήκουν στον Θεό. 22 Και όταν το άκουσαν αυτό, θαύμασαν· κι αφήνοντάς τον, έφυγαν.
23 Κατά την ημέρα εκείνη τον πλησίασαν οι Σαδδουκαίοι, αυτοί που λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση· και τον ρώτησαν, λέγοντας: 24 Δάσκαλε, ο Μωυσής είπε: Αν κάποιος πεθάνει, μη έχοντας παιδιά, ο αδελφός του θα νυμφευθεί τη γυναίκα του, και θα φέρει απογόνους στον αδελφό του. 25 Ήσαν, λοιπόν, ανάμεσά μας επτά αδελφοί· και ο πρώτος, αφού νυμφεύθηκε, πέθανε· και μη έχοντας παιδί, άφησε τη γυναίκα του στον αδελφό του· 26 παρόμοια και ο δεύτερος, και ο τρίτος, μέχρι τους επτά· 27 ύστερα απ' όλους, όμως, πέθανε και η γυναίκα· 28 κατά την ανάσταση, λοιπόν, σε ποιον από τους επτά θα ανήκει η γυναίκα; Επειδή, όλοι την είχαν πάρει για γυναίκα. 29 Και ο Ιησούς, απαντώντας, τους είπε: Πλανιέστε, επειδή δεν γνωρίζετε τις γραφές ούτε τη δύναμη του Θεού. 30 Δεδομένου ότι, κατά την ανάσταση ούτε νυμφεύονται ούτε νυμφεύουν, αλλά είναι σαν άγγελοι του Θεού στον ουρανό. 31 Για την ανάσταση, όμως, των νεκρών, δεν διαβάσατε αυτό που ειπώθηκε σε σας από τον Θεό, λέγοντας: 32 «Εγώ είμαι ο Θεός τού Αβραάμ, και ο Θεός τού Ισαάκ, και ο Θεός τού Ιακώβ»; Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών. 33 Και τα πλήθη ακούγοντας, έμεναν έκπληκτοι από τη διδασκαλία του.