16 Και οι στρατιώτες τον έφεραν μέσα στην αυλή, που είναι το πραιτώριο· και συγκεντρώνουν ολόκληρο το τάγμα των στρατιωτών. 17 Και τον ντύνουν με πορφύρα, και αφού έπλεξαν ένα αγκάθινο στεφάνι, το βάζουν γύρω από το κεφάλι του, 18 και άρχισαν να τον χαιρετούν, λέγοντας: Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων. 19 Και χτυπούσαν το κεφάλι του με ένα καλάμι, και έφτυναν επάνω του· και καθώς έπεφταν στα γόνατα, τον προσκυνούσαν. 20 Και αφού τον ενέπαιξαν, τον ξέντυσαν από την πορφύρα, και τον έντυσαν με τα ιμάτιά του, και τον έφεραν έξω, για να τον σταυρώσουν.
21 Και αγγαρεύουν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίο που διάβαινε, ενώ ερχόταν από το χωράφι, τον πατέρα τού Αλέξανδρου και του Ρούφου, για να σηκώσει τον σταυρό του. 22 Και τον φέρνουν στον τόπο Γολγοθά, που ερμηνευόμενο σημαίνει τόπος Κρανίου. 23 Και του έδιναν να πιει κρασί ανάμικτο με σμύρνα· εκείνος, όμως, δεν το πήρε. 24 Και αφού τον σταύρωσαν, μοιράζονταν αναμεταξύ τους τα ιμάτιά του, βάζοντας γι' αυτά κλήρο, το τι θα πάρει κάθε ένας. 25 Ήταν δε η τρίτη ώρα, και τον σταύρωσαν. 26 Και η επιγραφή τής κατηγορίας του ήταν γραμμένη από πάνω: Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ. 27 Και μαζί του σταυρώνουν δύο ληστές, έναν από τα δεξιά και έναν από τα αριστερά του. 28 Και εκπληρώθηκε η γραφή, που λέει: «Και λογαριάστηκε μαζί με τους ανόμους». 29 Και εκείνοι που διάβαιναν, τον βλασφημούσαν, κουνώντας τα κεφάλια τους, και λέγοντας: Μπα! Αυτός που χαλάει τον ναό, και μέσα σε τρεις ημέρες τον κτίζει, 30 σώσε τον εαυτό σου, και κατέβα από τον σταυρό. 31 Παρόμοια, μάλιστα, και οι αρχιερείς, εμπαίζοντας ο ένας προς τον άλλον, μαζί με τους γραμματείς, έλεγαν: Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει· 32 ο Χριστός, ο βασιλιάς τού Ισραήλ, ας κατέβει τώρα από τον σταυρό, για να δούμε και να πιστέψουμε. Και οι δύο, που ήσαν σταυρωμένοι μαζί μ' αυτόν, τον ονείδιζαν.
33 Και όταν ήρθε η έκτη ώρα, έγινε σκοτάδι επάνω σε ολόκληρη τη γη, μέχρι την ένατη ώρα. 34 Και την ένατη ώρα, ο Ιησούς κραύγασε με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Ελωί, Ελωί, λαμά, σαβαχθανί;», που ερμηνευόμενο, σημαίνει: «Θεέ μου, Θεέ μου, ως προς τι με εγκατέλειψες;». 35 Και μερικοί απ' αυτούς που παραστέκονταν, όταν το άκουσαν, έλεγαν: Δέστε, φωνάζει τον Ηλία. 36 Ένας δε, αφού έτρεξε και γέμισε ένα σφουγγάρι με ξίδι, και το περιτύλιξε σε ένα καλάμι, τον πότιζε, λέγοντας: Αφήστε, ας δούμε αν έρχεται ο Ηλίας να τον κατεβάσει. 37 Ο Ιησούς, όμως, αφού έβγαλε μια δυνατή φωνή, εξέπνευσε. 38 Και το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, από επάνω μέχρι κάτω. 39 Και βλέποντας ο εκατόνταρχος, που παρεστεκόταν απέναντί του, ότι έκραξε με έναν τέτοιο τρόπο, είπε: Στ' αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός ήταν Υιός τού Θεού. 40 Ήσαν, μάλιστα, και μερικές γυναίκες από μακριά, που παρατηρούσαν· ανάμεσα στις οποίες και η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία η μητέρα τού Ιακώβου τού μικρού, και του Ιωσή, και η Σαλώμη, 41 οι οποίες και τον ακολουθούσαν, και τον υπηρετούσαν, όταν ήταν στη Γαλιλαία· και πολλές άλλες, που είχαν ανέβει μαζί μ' αυτόν στα Ιεροσόλυμα.
42 Και όταν έγινε ήδη βράδυ, (επειδή, ήταν Παρασκευή, δηλαδή, Προσάββατο), 43 ήρθε ο Ιωσήφ, αυτός από την Αριμαθαία, ένας εκτιμώμενος βουλευτής, που κι αυτός περίμενε τη βασιλεία τού Θεού· και, τολμώντας, μπήκε μέσα στον Πιλάτο, και ζήτησε το σώμα τού Ιησού. 44 Ο δε Πιλάτος θαύμασε αν είχε ήδη πεθάνει· και αφού προσκάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε, αν είχε πεθάνει προ πολλού. 45 Και μαθαίνοντας από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα τού Ιησού στον Ιωσήφ. 46 Κι αυτός, αγοράζοντας ένα σεντόνι, και αφού τον κατέβασε, τον τύλιξε με το σεντόνι· και τον έβαλε σε μνήμα, που ήταν λατομημένο από πέτρα· και επάνω στη θύρα τού μνήματος κύλισε μια πέτρα. 47 Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα τού Ιωσή, έβλεπαν πού τον έβαζαν.
Κεφάλαιον 16
1 ΚΑΙ αφού πέρασε το σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα τού Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για νάρθουν να τον αλείψουν. 2 Και πολύ πρωί, την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, έρχονται στον τάφο, όταν ανέτειλε ο ήλιος. 3 Και αναμεταξύ τους έλεγαν: Ποιος θα αποκυλίσει σε μας την πέτρα από τη θύρα τού μνήματος; 4 Και, καθώς σήκωσαν το βλέμμα τους, παρατηρούν ότι η πέτρα ήταν ήδη αποκυλισμένη· επειδή, ήταν υπερβολικά μεγάλη. 5 Και όταν μπήκαν στο μνήμα, είδαν έναν νεανία να κάθεται στα δεξιά, ντυμένον με άσπρη στολή· και τρόμαξαν. 6 Και εκείνος λέει σ' αυτές: Μη τρομάζετε· τον Ιησού ζητάτε, τον Ναζαρηνό, τον σταυρωμένο· αναστήθηκε, δεν είναι εδώ· δέστε, ο τόπος όπου τον είχαν βάλει. 7 Αλλά, πηγαίνετε, πείτε στους μαθητές του, και στον Πέτρο, ότι πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε, όπως σας είχε πει. 8 Και αφού βγήκαν γρήγορα έξω, έφυγαν από το μνήμα· αλλά τις κατείχε τρόμος και έκσταση· και δεν είπαν τίποτε σε κανέναν· επειδή, φοβόνταν.
9 Και αφού αναστήθηκε το πρωί τής πρώτης ημέρας τής εβδομάδας, φάνηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή, από την οποία είχε βγάλει επτά δαιμόνια. 10 Εκείνη πήγε και το ανήγγειλε σ' αυτούς που είχαν σταθεί μαζί του, ενώ πενθούσαν και έκλαιγαν. 11 Και εκείνοι, όταν άκουσαν ότι ζει και ότι αυτή τον είδε, δεν πίστεψαν.
12 Και μετά απ' αυτά, φανερώθηκε με άλλη μορφή σε δύο απ' αυτούς, ενώ περπατούσαν και πήγαιναν στο χωράφι. 13 Και εκείνοι πήγαν και το ανήγγειλαν στους υπόλοιπους· αλλά, ούτε και σ' εκείνους πίστεψαν.
14 Ύστερα, φανερώθηκε στους έντεκα, ενώ κάθονταν στο τραπέζι, και επέπληξε την απιστία τους και τη σκληροκαρδία, επειδή δεν πίστεψαν σ' εκείνους που τον είχαν δει αναστημένον. 15 Και τους είπε: Πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο, και κηρύξτε το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση. 16 Όποιος πιστέψει και βαπτιστεί, θα σωθεί· όποιος, όμως, απιστήσει, θα κατακριθεί. 17 Τούτα δε τα σημεία θα παρακολουθούν εκείνους που πίστεψαν: Στο όνομά μου θα βγάζουν δαιμόνια· θα μιλούν καινούργιες γλώσσες· 18 θα πιάνουν φίδια· και αν κάτι θανάσιμο πιουν, δεν θα τους βλάψει· θα βάζουν τα χέρια επάνω σε αρρώστους, και θα γιατρεύονται.
19 Ο μεν Κύριος, λοιπόν, αφού τους μίλησε, αναλήφθηκε στον ουρανό, και κάθησε στα δεξιά τού Θεού. 20 Και εκείνοι, αφού βγήκαν έξω, κήρυξαν παντού, ενώ ο Κύριος συνεργούσε, και βεβαίωνε το κήρυγμα με τα θαύματα που επακολουθούσαν. Αμήν.
ΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Κεφάλαιον 1
1 ΕΠΕΙΔΗ, πολλοί επιχείρησαν να συντάξουν διήγηση για τα πράγματα που σε μας είναι πλήρως βεβαιωμένα, 2 καθώς μας τα παρέδωσαν αυτοί που εξαρχής έγιναν αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες τού λόγου, 3 φάνηκε εύλογο και σε μένα, που παρακολούθησα ακριβώς τα πάντα από την αρχή, να σου γράψω γι' αυτά με τη σειρά, εξοχότατε Θεόφιλε· 4 για να γνωρίσεις τη βεβαιότητα των πραγμάτων, για τα οποία κατηχήθηκες.
5 ΚΑΤΑ τις ημέρες τού Ηρώδη, του βασιλιά τής Ιουδαίας, υπήρξε ένας ιερέας, με το όνομα Ζαχαρίας, από την εφημερία τού Αβιά· και η γυναίκα του ήταν από τις θυγατέρες τού Ααρών, και το όνομά της ήταν Ελισάβετ. 6 Και οι δυο τους ήσαν δίκαιοι μπροστά στον Θεό, περπατώντας σε όλες τις εντολές και τα δικαιώματα του Κυρίου, άμεμπτοι. 7 Και δεν είχαν παιδί, επειδή η Ελισάβετ ήταν στείρα, και οι δυο τους ήσαν προχωρημένοι στην ηλικία τους. 8 Και ενώ αυτός ιεράτευε στην τάξη τής εφημερίας του μπροστά στον Θεό, 9 σύμφωνα με τη συνήθεια της ιερατείας, έπεσε σ' αυτόν ο κλήρος να θυμιάσει, μπαίνοντας μέσα στον ναό τού Κυρίου· 10 και, έξω, ολόκληρο το πλήθος προσευχόταν κατά την ώρα τού θυμιάματος. 11 Φανερώθηκε δε σ' αυτόν ένας άγγελος του Κυρίου, που στεκόταν δεξιά από το θυσιαστήριο του θυμιάματος· 12 και ο Ζαχαρίας, βλέποντάς τον, ταράχτηκε, και έπεσε επάνω του φόβος. 13 Και ο άγγελος του είπε: Μη φοβάσαι, Ζαχαρία· επειδή, η δέησή σου εισακούστηκε· και η γυναίκα σου η Ελισάβετ θα γεννήσει σε σένα έναν γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Ιωάννη. 14 Και θα είναισε σένα χαρά και αγαλλίαση· και πολλοί θα χαρούν για τη γέννησή του. 15 Επειδή, θα είναι μεγάλος μπροστά στον Κύριο· και κρασί και σίκερα δεν θα πιει, και θα γίνει πλήρης με Άγιο Πνεύμα από την κοιλιά, ακόμα, της μητέρας του. 16 Και πολλούς από τους γιους Ισραήλ θα τους επαναφέρει στον Κύριο τον Θεό τους. 17 Κι αυτός θάρθει πριν από το πρόσωπό του με πνεύμα και δύναμη του Ηλία, για να στρέψει τις καρδιές των πατέρων στα παιδιά, και τους απειθείς στη φρόνηση των δικαίων, για να ετοιμάσει έναν προδιατεθειμένο λαό στον Κύριο. 18 Και ο Ζαχαρίας είπε στον άγγελο: Πώς θα το γνωρίσω αυτό; Επειδή, εγώ είμαι γέροντας, και η γυναίκα μου προχωρημένη στην ηλικία της. 19 Και ο άγγελος, απαντώντας, του είπε: Εγώ είμαι ο Γαβριήλ, αυτός που παραστέκεται μπροστά στον Θεό· και στάλθηκα να μιλήσω σε σένα, και να σου γνωστοποιήσω αυτά τα χαρμόσυνα νέα. 20 Και δες, θα είσαι μέσα σε σιωπή, και χωρίς να μπορείς να μιλήσεις, μέχρι την ημέρα κατά την οποία αυτά θα γίνουν· επειδή, δεν πίστεψες στα λόγια μου, τα οποία θα εκπληρωθούν στον καιρό τους. 21 Και ο λαός περίμενε τον Ζαχαρία, και θαύμαζε ότι αργοπορούσε μέσα στον ναό. 22 Και όταν βγήκε έξω, δεν μπορούσε να τους μιλήσει· και κατάλαβαν ότι είδε οπτασία μέσα στον ναό· κι αυτός τούς έκανε νοήματα, και παρέμενε κουφός. 23 Και αφού τελείωσαν οι ημέρες τής υπηρεσίας του, πήγε στο σπίτι του. 24 Και ύστερα από τις ημέρες αυτές, η γυναίκα του η Ελισάβετ συνέλαβε· και έκρυβε τον εαυτό της πέντε μήνες, λέγοντας, 25 ότι: Έτσι έκανε σε μένα ο Κύριος κατά τις ημέρες που επέβλεψε να αφαιρέσει το όνειδός μου ανάμεσα στους ανθρώπους.