15 «Και αν αμαρτήσει [σ’ εσένα] ο αδελφός σου, πήγαινε και έλεγξέ τον όταν θα είστε μεταξύ σας εσύ και αυτός μόνοι. Αν σε ακούσει, κέρδισες τον αδελφό σου. 16 Και αν δεν ακούσει, παράλαβε μαζί σου ακόμα έναν ή δύο, για να σταθεί κάθε λόγος από το στόμα δύο ή τριών μαρτύρων. 17 Αν όμως τους παρακούσει, πες το στην εκκλησία· αν τότε και την εκκλησία παρακούσει, ας είναι για σένα όπως ακριβώς ο εθνικός και ο τελώνης. 18 Αλήθεια σας λέω: όσα δέσετε πάνω στη γη θα είναι δεμένα στον ουρανό, και όσα λύσετε πάνω στη γη θα είναι λυμένα στον ουρανό. 19 Πάλι αλήθεια σας λέω ότι, αν δύο από εσάς συμφωνήσουν πάνω στη γη για κάθε πράγμα που θα ζητήσουν, θα τους γίνει από τον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς. 20 Γιατί όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι στο δικό μου όνομα, εκεί είμαι, στο μέσο αυτών».
21 Τότε τον πλησίασε ο Πέτρος και του είπε: «Κύριε, πόσες φορές θα αμαρτήσει σ’ εμένα ο αδελφός μου και θα του αφήσω; Ως εφτά φορές;» 22 Του λέει ο Ιησούς: «Δε σου λέω ως εφτά φορές, αλλά ως εβδομήντα φορές εφτά. 23 Γι’ αυτό ομοιώθηκε η βασιλεία των ουρανών με έναν άνθρωπο βασιλιά, ο οποίος θέλησε να λογαριαστεί με τους δούλους του. 24 Και όταν αυτός άρχισε να το κάνει, έφεραν προς αυτόν έναν οφειλέτη δέκα χιλιάδων ταλάντων. 25 Μην έχοντας όμως αυτός να τα αποδώσει, διέταξε ο κύριος να πουληθεί αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα έχει, και να αποδοθούν τα χρήματα. 26 Έπεσε λοιπόν ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: “Μακροθύμησε προς εμένα, και όλα θα σου τα αποδώσω”. 27 Τον σπλαχνίστηκε τότε ο κύριος εκείνου του δούλου και τον απόλυσε και του άφησε το δάνειο. 28 Όταν όμως εξήλθε εκείνος ο δούλος, βρήκε έναν από τους σύνδουλούς του που του όφειλε εκατό δηνάρια και, αφού τον κράτησε, τον έπνιγε λέγοντας: “Απόδωσε ό,τι μου οφείλεις”. 29 Έπεσε, λοιπόν, στα πόδια του ο σύνδουλός του και τον παρακαλούσε λέγοντας: “Μακροθύμησε προς εμένα, και θα σου τα αποδώσω”. 30 Εκείνος δεν ήθελε, αλλά πήγε και τον έριξε στη φυλακή, ωσότου αποδώσει το οφειλόμενο. 31 Όταν είδαν λοιπόν οι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν πάρα πολύ και ήρθαν και εξήγησαν λεπτομερώς στον κύριό τους όλα όσα έγιναν. 32 Τότε, τον προσκάλεσε ο κύριός του και του λέει: “Δούλε κακέ, όλη την οφειλή εκείνη σου άφησα, επειδή με παρακάλεσες. 33 Δεν έπρεπε κι εσύ να ελεήσεις το σύνδουλό σου όπως κι εγώ σε ελέησα”; 34 Και επειδή οργίστηκε ο κύριός του, τον παράδωσε στους βασανιστές, ωσότου αποδώσει όλο το οφειλόμενο χρέος. 35 Έτσι και ο Πατέρας μου ο ουράνιος θα κάνει σ’ εσάς, αν δεν αφήσετε τις αμαρτίες καθένας σας στον αδελφό του μέσα από τις καρδιές σας».
Κεφάλαιον 19
1 Και όταν τέλειωσε ο Ιησούς αυτά τα λόγια, αναχώρησε από τη Γαλιλαία και ήρθε στα όρια της Ιουδαίας πέρα από τον Ιορδάνη. 2 Και τον ακολούθησαν πολλά πλήθη και τους θεράπευσε εκεί. 3 Και τότε τον πλησίασαν Φαρισαίοι, για να τον πειράξουν, και έλεγαν: «Άραγε επιτρέπεται σ’ έναν άνθρωπο να αποδιώξει τη γυναίκα του για οποιαδήποτε αιτία;» 4 Εκείνος αποκρίθηκε και τους είπε: «Δε διαβάσατε ότι ο Κτίστης από την αρχή τούς έκανε αρσενικό και θηλυκό; 5 Και είπε: Γι’ αυτό θα εγκαταλείψει ο άνθρωπος τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα κολληθεί στη γυναίκα του, και θα είναι οι δύο μία σάρκα. 6 Ώστε δεν είναι πια δύο, αλλά μία σάρκα. Ό,τι λοιπόν ο Θεός συνέζευξε ο άνθρωπος ας μην το χωρίζει». 7 Του λένε: «Γιατί τότε ο Μωυσής έδωσε εντολή να δώσει έγγραφο διαζυγίου και να την αποδιώξει;» 8 Τους απαντά: «Ο Μωυσής σύμφωνα με τη σκληροκαρδία σας σας επέτρεψε να αποδιώξετε τις γυναίκες σας· από την αρχή όμως δεν έχει γίνει έτσι. 9 Σας λέω μάλιστα ότι όποιος αποδιώξει τη γυναίκα του, όχι εξαιτίας πορνείας, και νυμφευτεί άλλη μοιχεύεται». 10 Του λένε οι μαθητές του: «Αν είναι έτσι η αιτία διαζυγίου τού άντρα με τη γυναίκα, δε συμφέρει σε κάποιον να νυμφευτεί». 11 Εκείνος τους είπε: «Σε όλους δε χωρά αυτός ο λόγος, αλλά μόνο σ’ αυτούς στους οποίους έχει δοθεί. 12 Γιατί είναι ευνούχοι που από την κοιλιά της μητέρας τους γεννήθηκαν έτσι, και είναι ευνούχοι που ευνουχίστηκαν από τους ανθρώπους, και είναι ευνούχοι που ευνούχισαν τους εαυτούς τους για τη βασιλεία των ουρανών. Σ’ όποιον δύναται να χωρά ο λόγος, ας χωρά».
13 Τότε προσφέρθηκαν σ’ αυτόν παιδιά, για να επιθέσει σ’ αυτά τα χέρια και να προσευχηθεί· αλλά οι μαθητές τούς επιτίμησαν. 14 Ο Ιησούς όμως είπε: «Αφήστε τα παιδιά και μην τα εμποδίζετε να έρθουν προς εμένα, γιατί για τέτοιους είναι η βασιλεία των ουρανών». 15 Και αφού επέθεσε τα χέρια σ’ αυτά, έφυγε από εκεί.
16 Και ιδού, ένας τον πλησίασε και του είπε: «Δάσκαλε, τι αγαθό να κάνω, για να έχω ζωή αιώνια;» 17 Εκείνος του είπε: «Τι με ρωτάς για το αγαθό; Ένας είναι ο Αγαθός. Αν όμως θέλεις να εισέλθεις στη ζωή, τήρησε τις εντολές». 18 Του λέει: «Ποιες;» Και ο Ιησούς είπε: «Το μη φονεύσεις, μη μοιχέψεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, 19 τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, και να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». 20 Του λέει ο νεαρός: «Όλα αυτά τα φύλαξα. Σε τι ακόμα υστερώ;» 21 Του είπε ο Ιησούς: «Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς, και έλα ακολούθα με». 22 Όταν άκουσε όμως ο νεαρός αυτόν το λόγο, έφυγε λυπημένος· γιατί είχε κτήματα πολλά. 23 Ο Ιησούς, τότε, είπε στους μαθητές του: «Αλήθεια σας λέω ότι πλούσιος θα εισέλθει δύσκολα στη βασιλεία των ουρανών. 24 Και πάλι σας λέω, ευκολότερο είναι μια καμήλα να περάσει από τρύπα βελόνας παρά πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού». 25 Και όταν το άκουσαν οι μαθητές, εκπλήττονταν πάρα πολύ, λέγοντας: «Ποιος άραγε δύναται να σωθεί;» 26 Αφού τους κοίταξε τότε μέσα στα μάτια ο Ιησούς, τους είπε: «Για τους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, αλλά για το Θεό όλα είναι δυνατά». 27 Τότε έλαβε το λόγο ο Πέτρος και του είπε: «Ιδού, εμείς τα αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε· τι άραγε θα συμβεί σ’ εμάς;» 28 Και ο Ιησούς τους είπε: «Αλήθεια σας λέω ότι εσείς που με ακολουθήσατε, κατά την παλιγγενεσία, όταν καθίσει ο Υιός του ανθρώπου πάνω στο θρόνο της δόξας του, θα καθίσετε κι εσείς πάνω σε δώδεκα θρόνους, κρίνοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. 29 Και καθένας που άφησε οικίες ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή παιδιά ή αγρούς, εξαιτίας του ονόματός μου, εκατονταπλάσια θα λάβει και θα κληρονομήσει ζωή αιώνια. 30 Πολλοί όμως πρώτοι θα είναι τελευταίοι και τελευταίοι πρώτοι».
Κεφάλαιον 20
1 «Γιατί η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με άνθρωπο οικοδεσπότη, που εξήλθε μόλις ήρθε το πρωί, για να μισθώσει εργάτες για τον αμπελώνα του. 2 Και αφού συμφώνησε με τους εργάτες από ένα δηνάριο την ημέρα, τους απέστειλε στον αμπελώνα του. 3 Και όταν εξήλθε γύρω στις εννιά η ώρα το πρωί, είδε άλλους να έχουν σταθεί στην αγορά αργοί 4 και σ’ εκείνους είπε: “Πηγαίνετε κι εσείς στον αμπελώνα, και ό,τι είναι δίκαιο θα σας δώσω”. 5 Εκείνοι έφυγαν. Πάλι, λοιπόν, όταν εξήλθε γύρω στις δώδεκα, και κατά τις τρεις η ώρα, έκανε ομοίως. 6 Και κατά τις πέντε, όταν εξήλθε, βρήκε άλλους να έχουν σταθεί και τους λέει: “Γιατί έχετε σταθεί εδώ όλη την ημέρα αργοί”; 7 Του λένε: “Γιατί κανείς δε μας μίσθωσε”. Τους λέει: “Πηγαίνετε κι εσείς στον αμπελώνα”. 8 Και όταν έγινε βράδυ, λέει ο κύριος του αμπελώνα στον επίτροπό του: “Κάλεσε τους εργάτες και απόδωσε σ’ αυτούς το μισθό, αφού αρχίσεις από τους τελευταίους έως τους πρώτους”. 9 Τότε ήρθαν οι εργαζόμενοι γύρω στις πέντε η ώρα και έλαβαν από ένα δηνάριο. 10 Και όταν ήρθαν οι πρώτοι, νόμισαν ότι θα λάβουν περισσότερο· αλλά έλαβαν από ένα δηνάριο και αυτοί. 11 Και όταν το έλαβαν, γόγγυζαν κατά του οικοδεσπότη, 12 λέγοντας: “Αυτοί οι τελευταίοι μια ώρα έκαναν, και τους έκανες ίσους μ’ εμάς, που βαστάξαμε το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα”. 13 Εκείνος αποκρίθηκε σ’ έναν από αυτούς και είπε: “Σύντροφε, δε σε αδικώ. Δε συμφώνησες με εμένα για ένα δηνάριο; 14 Πάρε το δικό σου και πήγαινε. Θέλω όμως σ’ αυτόν τον τελευταίο να δώσω όπως και σ’ εσένα. 15 Ή δε μου επιτρέπεται να κάνω ό,τι θέλω με τα δικά μου χρήματα;Ή ο οφθαλμός σου είναι κακός, επειδή εγώ είμαι αγαθός”; 16 Έτσι θα γίνουν οι τελευταίοι πρώτοι και οι πρώτοι τελευταίοι».