5 Και όταν αυτός εισήλθε στην Καπερναούμ, πλησίασε σ’ αυτόν ένας εκατόνταρχος παρακαλώντας τον 6 και λέγοντας: «Κύριε, ο δούλος μου έχει πέσει παράλυτος στην οικία μου και βασανίζεται φοβερά». 7 Τότε ο Ιησούς τού λέει: «Εγώ, αφού έρθω, θα τον θεραπεύσω». 8 Αλλά αποκρίθηκε ο εκατόνταρχος και είπε: «Κύριε, δεν είμαι ικανός να εισέλθεις κάτω από τη στέγη μου. Αλλά πες το μόνο με λόγια, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. 9 Γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία, έχοντας κάτω από τον εαυτό μου στρατιώτες, και λέω σε τούτον: “Πήγαινε”, και πηγαίνει. Και στον άλλο: “Έλα”, και έρχεται. Και στο δούλο μου: “Κάνε αυτό”, και το κάνει». 10 Όταν το άκουσε τότε ο Ιησούς, θαύμασε και είπε σ’ όσους τον ακολουθούσαν: «Αλήθεια σας λέω, σε κανέναν δε βρήκα τόσο πολλή πίστη μέσα στο λαό Ισραήλ. 11 Σας λέω μάλιστα ότι πολλοί από ανατολικά και δυτικά θα έρθουν και θα καθίσουν, για να φάνε μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ μέσα στη βασιλεία των ουρανών, 12 ενώ οι γιοι της βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκότος το εξώτερο. Εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών». 13 Και μετά είπε ο Ιησούς στον εκατόνταρχο: «Πήγαινε, ας γίνει σ’ εσένα όπως πίστεψες». Και ο δούλος του γιατρεύτηκε εκείνη την ώρα.
14 Και όταν ο Ιησούς ήρθε στην οικία του Πέτρου, είδε την πεθερά του πεσμένη στο κρεβάτι και με πυρετό. 15 Και τότε άγγιξε το χέρι της και την άφησε ο πυρετός, και σηκώθηκε και τον διακονούσε. 16 Όταν λοιπόν βράδιασε, έφεραν προς αυτόν πολλούς δαιμονισμένους. Και έβγαλε τα πνεύματα με το λόγο του και θεράπευσε όλους όσοι ήταν σε κακή κατάσταση, 17 για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε μέσω του προφήτη Ησαΐα, όταν έλεγε: Αυτός έλαβε τις ασθένειές μας και βάσταξε τις νόσους μας.
18 Όταν λοιπόν ο Ιησούς είδε πλήθος γύρω του, διέταξε να πάνε αντίπερα στη λίμνη. 19 Τότε πλησίασε ένας γραμματέας και του είπε: «Δάσκαλε, θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πηγαίνεις». 20 Και ο Ιησούς του λέει: «Οι αλεπούδες έχουν φωλιές και τα πετεινά του ουρανού προσωρινές κατοικίες, αλλά ο Υιός του ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του». 21 Και άλλος από τους μαθητές του του είπε: «Κύριε, επίτρεψέ μου πρώτα να πάω και να θάψω τον πατέρα μου». 22 Αλλά ο Ιησούς του λέει: «Ακολούθα με και άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς».
23 Και όταν αυτός μπήκε στο πλοίο, τον ακολούθησαν οι μαθητές του. 24 Και ιδού, έγινε μεγάλη τρικυμία στη λίμνη, ώστε το πλοίο να καλύπτεται από τα κύματα· αυτός όμως κοιμότανε. 25 Και πλησίασαν και τον ξύπνησαν λέγοντας: «Κύριε, σώσε μας, χανόμαστε». 26 Και τους λέει: «Γιατί είστε δειλοί, ολιγόπιστοι;» Τότε, αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τους ανέμους και τη θάλασσα, και έγινε γαλήνη μεγάλη. 27 Οι άνθρωποι τότε θαύμασαν λέγοντας: «Τι είδους είναι αυτός που και οι άνεμοι και η θάλασσα τον υπακούνε;»
28 Και όταν αυτός ήρθε αντίπερα στη λίμνη, στη χώρα των Γαδαρηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που εξέρχονταν από τα μνήματα, πολύ επικίνδυνοι, ώστε να μην μπορεί κανείς να περάσει από εκείνη την οδό. 29 Και ιδού, έκραξαν λέγοντας: «Τι σχέση έχουμε εμείς κι εσύ, Υιέ του Θεού; Ήρθες εδώ πριν από τον καθορισμένο καιρό, για να μας βασανίσεις;» 30 Ήταν λοιπόν μακριά από αυτούς μια αγέλη πολλών χοίρων που έβοσκε. 31 Και οι δαίμονες τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Αν μας βγάλεις, απόστειλέ μας στην αγέλη των χοίρων». 32 Και τους είπε: «Πηγαίνετε». Εκείνοι, αφού εξήλθαν, πήγαν στους χοίρους. Και ιδού, όρμησε όλη η αγέλη κάτω στον γκρεμό, στη λίμνη, και πέθαναν μέσα στα νερά. 33 Και αυτοί που τους έβοσκαν έφυγαν και, όταν πήγαν στην πόλη, τα ανάγγειλαν όλα, και όσα συνέβηκαν με τους δαιμονισμένους. 34 Και ιδού, όλη η πόλη εξήλθε για να συναντήσει τον Ιησού και, όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από τα όριά τους.
Κεφάλαιον 9
1 Και αφού μπήκε σε πλοίο, διαπέρασε τη λίμνη και ήρθε στη δική του πόλη. 2 Και ιδού, έφεραν προς αυτόν έναν παράλυτο βαλμένο πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Και όταν είδε ο Ιησούς την πίστη τους, είπε στον παράλυτο: «Έχε θάρρος, τέκνο μου, σου αφήνονται οι αμαρτίες». 3 Και ιδού, μερικοί από τους γραμματείς είπαν μέσα τους: «Αυτός βλαστημά». 4 Και επειδή είδε ο Ιησούς τις σκέψεις τους, είπε: «Γιατί σκέφτεστε κακά μέσα στις καρδιές σας; 5 Γιατί, τι είναι ευκολότερο, να πω: “Σου αφήνονται οι αμαρτίες”, ή να πω: “Σήκω και περπάτα”; 6 Αλλά για να μάθετε ότι εξουσία έχει ο Υιός του ανθρώπου πάνω στη γη να αφήνει αμαρτίες» – τότε λέει στον παράλυτο: «Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στον οίκο σου». 7 Και εκείνος σηκώθηκε και έφυγε για τον οίκο του. 8 Και όταν το είδαν τα πλήθη, φοβήθηκαν και δόξασαν το Θεό που έδωσε τέτοια εξουσία στους ανθρώπους.
9 Και περνώντας ο Ιησούς εκεί κοντά, είδε έναν άνθρωπο να κάθεται στο τελωνείο, που τον έλεγαν Ματθαίο, και του λέει: «Ακολούθα με». Και σηκώθηκε και τον ακολούθησε. 10 Και τότε ιδού, συνέβηκε, ενώ αυτός ξάπλωνε, για να φάει μέσα στην οικία, να έρθουν πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί και να ξαπλώσουν, για να φάνε μαζί με τον Ιησού και τους μαθητές του. 11 Και όταν το είδαν οι Φαρισαίοι, έλεγαν στους μαθητές του: «Γιατί μαζί με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς τρώει ο δάσκαλός σας;» 12 Εκείνος, επειδή το άκουσε, είπε: «Δεν έχουν ανάγκη οι υγιείς από γιατρό, αλλά οι ασθενείς. 13 Πηγαίνετε, λοιπόν, και μάθετε τι σημαίνει: Έλεος θέλω και όχι θυσία. Γιατί δεν ήρθα να καλέσω δίκαιους, αλλά αμαρτωλούς».
14 Τότε πλησιάζουν σ’ αυτόν οι μαθητές του Ιωάννη λέγοντας: «Γιατί εμείς και οι Φαρισαίοι νηστεύουμε πολύ, ενώ οι μαθητές σου δε νηστεύουν;» 15 Και τους είπε ο Ιησούς: «Μήπως δύνανται οι καλεσμένοι στο γάμο να πενθούν, εφόσον μαζί τους είναι ο γαμπρός; Θα έρθουν όμως ημέρες, όταν αφαιρεθεί από αυτούς ο γαμπρός, και τότε θα νηστέψουν. 16 Και κανείς δε βάζει μπάλωμα από ασυρρίκνωτο καινούργιο ύφασμα πάνω σε ρούχο παλιό. Γιατί τραβάει το συμπλήρωμά του το ρούχο, και χειρότερο σχίσιμο γίνεται. 17 Ούτε βάζουν κρασί νέο σε ασκιά παλιά. Ειδεμή, σπάζουν βέβαια τα ασκιά, και το κρασί χύνεται έξω και τα ασκιά χάνονται. Αλλά κρασί νέο βάζουν σε ασκιά καινούργια, και έτσι και τα δύο συντηρούνται».
18 Αυτά ενώ τους έλεγε, ιδού, ένας άρχοντας ήρθε και τον προσκυνούσε λέγοντας: «Η θυγατέρα μου πριν από λίγο πέθανε. Αλλά έλα και θέσε το χέρι σου πάνω της και θα ζήσει». 19 Τότε σηκώθηκε ο Ιησούς και τον ακολούθησε και μαζί οι μαθητές του. 20 Και ιδού, μια γυναίκα που αιμορραγούσε δώδεκα έτη, αφού πλησίασε από πίσω του, άγγιξε το κράσπεδο του ρούχου του. 21 Γιατί έλεγε μέσα της: «Αν μόνο αγγίξω το ρούχο του, θα σωθώ». 22 Και ο Ιησούς, αφού στράφηκε και την είδε, είπε: «Έχε θάρρος θυγατέρα μου· η πίστη σου σε έχει σώσει». Και σώθηκε η γυναίκα από την ώρα εκείνη. 23 Και ο Ιησούς ήρθε στην οικία του άρχοντα και, όταν είδε τους αυλητές και το πλήθος να θορυβεί, 24 έλεγε: «Αναχωρείτε, γιατί δεν πέθανε το κοριτσάκι αλλά κοιμάται». Και τον περιγελούσαν. 25 Όταν λοιπόν βγήκε έξω το πλήθος, εισήλθε και κράτησε το χέρι της, και σηκώθηκε το κοριτσάκι. 26 Και εξήλθε η φήμη αυτή σε όλη εκείνη την περιοχή.