Δηλαδή, αν έχουν περάσει μερικά χρόνια — να στο πω έτσι- που 'σαι κοντά στο Θεό και Τον αγαπάς και προσεύχεσαι και αγωνίζεσαι και προσπαθείς, λογικά θα 'πρεπε, αν σε άκουγε κανείς να μιλάς, πριν από μερικά χρόνια και σε δει και τώρα, να 'σαι αλλιώς. Να 'σαι αλλιώς. Να βλέπει καινούργια στοιχεία. Τι καινούργια; Μέσα απ' αυτόν τον πόνο, την ωριμότητα, τον αγώνα, την αλλοίωση που φέρνει ο Χριστός στη ζωή σου. Δε λέει: «Αὕτη ή άλλοίωσιε τής δεξιάς τοῦ Ύψίστου»; Αλλοιώθηκες; Άλλαξες; Αυτή η Δεξιά του Υψίστου, δηλαδή το δεξί χέρι, το καλό χέρι, το πιο βολικό, το πιο έμπειρο χέρι του Υψίστου Θεού, το άφησες να σε φτιάξει; Να σε φτιάξει ωραία προσωπικότητα!..
Ή το άλλο περιστατικό, που μ' αρέσει πολύ, που λέει εκεί μετά την Ανάσταση του Κυρίου που ήταν στην παραλία και είπε στον Απόστολο Πέτρο να Τον ακολουθήσει. Του λέει: «Άκολούθει μοι» και του λέει ο Απόστολος Πέτρος — κοιτάει τον Άγιο Ιωάννη δίπλα — και λέει: «Οὗτος δέ τί;». Ναι, να 'ρθω, αλλά αυτός; Ο άγιος Ιωάννης; Και του απαντάει ο Χριστός: «Τί σε νοιάζει; Τί σε νοιάζει γι' αυτόν; Τί πρός σε;» Ακόμα του λέει: «και αν αυτός θέλω να μείνει μέχρι να ξανάρθω. Πες, εγώ (ο Χριστός)», του λέει ότι, «θέλω τον Ιωάννη να τον αφήσω να ζει μέχρι να… τι σε ενδιαφέρει η ζωή η δική του;».
Κοίταξε! Εδώ μιλάει ο ίδιος ο Θεός για μια περιφρόνηση· που δεν είναι όμως περιφρόνηση κακίας. Δεν είναι περιφρόνηση αδιαφορίας. Είναι, όμως κάτι που πάει να μπει στη ζωή σου, να σου χαλάσει τη σχέση με το Θεό. Τι σε ενδιαφέρει τώρα εσένα για τον άλλον; Ζήσε τη σχέση σου με το Θεό εσύ, και άσε τους άλλους. Τι κάνουν οι άλλοι. Τι λένε οι άλλοι γι' αυτό το θέμα. Εσύ Μ' αγαπάς; Ακολούθησέ Με. Εσύ Μ' αγαπάς; Βόσκε τα αρνία Μου. Τι σε ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι; Γιατί ασχολείσαι με τους άλλους; Έχεις καταλάβει ότι κουβαλάς μέσα σου έναν δικό σου θησαυρό; Μια δίκιά σου ομορφιά; Μια δίκιά σου πολύ καλή παρέα, που είναι η δική σου προσευχή. Έχεις καταλάβει, ότι, αν δεν πιά-σεις επαφή προσωπική με το Θεό, θα 'ρθει μια στιγμή που πάρα πολύ θα πονέσεις και θα δοκιμαστείς και θα ταλαιπωρηθείς; Νιώσε το Θεό. Εσύ και ο Θεός σου· και άσε τους άλλους. «Ακολούθησέ με». Εγώ αγαπάω εσένα. Θέλω να σε κάνω δυνατό.
Μου κάνει εντύπωση, κάτι ασκητές στο Άγιο Όρος, πώς κάθονται μόνοι τους. Δεν τους νοιάζει τι θα τους πουν οι άνθρωποι, δεν υπάρχει κάποιος κατ' αρχήν δίπλα τους να τους πει: «Πάτερ, μπράβο. Σήμερα έκανες καλό αυτό που έκανες» ή μια παρατήρηση άλλου τύπου. Δεν τους νοιάζουν οι γνώμες των ανθρώπων. Τους νοιάζει η γνώμη του Θεού.
Είδες τι θέλει να κάνει ο Θεός; Να σε ωριμάσει και να με ωριμάσει. Και μη νομίζεις ότι αυτά που λέω, Βασίλη Χατζηνικολάου, που σε ευχαριστούμε και σήμερα (που) είσαι μαζί μας και μας εμπλουτίζεις με την όμορφη μουσική σου και πάλι, μη νομίζεις ότι αυτά που λέω και εγώ έτσι τα ζω. Αλλά τα ζηλεύω! Τα ζηλεύω. Αυτό το λέω. Δηλαδή, κάθε φορά που διαβάζω αυτά τα σημεία στο Ευαγγέλιο, μ' αρέσουν αυτά τα… αυτές οι προεκτάσεις που κάνω μέσα μου και λέω: «Ωραία αυτή η σχέση των ανθρώπων με το Θεό. Που θέλει να τους ωριμάζει, να τους ανεβάζει, να τους ανεβάζει. „Μη, μη μένεις εκεί. Έλα, έλα ανέβαινε, ανέβαινε. Γίνε πιο ωραία ψυχή. Γίνε πιο άγιος. Γίνε, βγάλε και αυτό το κομμάτι της ψυχής σου που το 'χεις μέσα σου θαμμένο. Βγάλε λίγη υπομονή ακόμα που είναι μέσα και είναι σκονισμένο αυτό το κομμάτι σου. Φανέρωσέ το“».
Πώς θα γίνει αυτό; Όλα αυτά που είπαμε. Με τα σκαμπανεβάσματα. Έχεις το Χριστό, χάνεις το Χριστό. Έρχεται ο Χριστός φεύγει ο Χριστός. Βλέπουν τον Κύριο μετά την Ανάσταση οι μαθητές Του, περπατάνε μαζί Του προς Εμμαούς — εσύ μπορεί να έχεις και την εικόνα στο σπίτι σου ε; Στο σαλόνι, την κλασική παλιά, καθολικού τύπου· αλλά είναι όμορφη σαν ατμόσφαιρα που βλέπεις τον Κύριο να περπατάει με τους μαθητές Του, το Λουκά και τον Κλεόπα και συζητούσαν — και ξαφνικά, όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν, να καίγεται η καρδιά τους λέει, και να θερμαίνεται και να τους μοιράζει ο Χριστός τον άρτο και τους δίνει (άρτο), την ώρα εκείνη που άρχισαν να καταλαβαίνουν το Χριστό, φεύγει πάλι ο Χριστός! Γιατί φεύγει; Για τον ίδιο λόγο. Για να τους κάνει πιο δυνατούς. Φανερώνεται και εξαφανίζεται. Τους αφήνει τη γλυκιά γεύση στη ψυχή τους. Τη θερμότητα. Την πίστη. Τη δύναμη. Να πιστεύουν και να αγγίζουν και να νιώθουν Παρόντα τον Αόρατο. Να νιώθουν ότι κρατούν Αυτόν που όλο τους φεύγει. Και ενώ τους φεύγει, αφήνει πίσω την ευωδία Του, τη γλυκύτητά Του, το ζήλο, τον πόθο. Και πήγαν μετά και είπανε: «Είδαμε τον αναστημένο Κύριο» και απορούσαν και λέγανε «Ναι, αλλά θυμάσαι πώς η καρδιά μας εκείνη την ώρα ένοιωθε κάτι σαν να καιγότανε μέσα μας. Μια φλόγα μες την ψυχή μας. Κάτι, κάτι έκαιγε μέσα μας. Και, όταν η καρδιά μας ένιωθε αυτό, εξαφανίστηκε ο Χριστός».
Ο Χριστός θέλει να Τον αγαπούμε, χωρίς αυτή τη βεβαιότητα ότι Τον κρατούμε. Χωρίς σιγουριές. Θέλει να σ' αφήνει έτσι. Σ' αυτό το κενό· που σ' αυτό το κενό μπορείς να κάνεις τις ωραιότερες πτήσεις, τα ωραιότερα σχέδια στον ουρανό της αγάπης Του, στο πέλαγος της ζωής, στους κυματισμούς. Νομίζεις ότι δεν ξέρεις πού πας μες στο πέλαγος και σου λέει: «Άσε τον άνεμο, θα σε πάει αυτός». «Μα δεν έχω πυξίδα. Νοιώθω ότι δεν ξέρω τίποτα». «Αφέσου και θα βγει κάτι καλό».
Όλα αυτά, αν τα καταλάβεις, θα καταλάβεις πόσο παρών είναι ο Θεός, όταν αισθάνεσαι ότι είναι απών. Να ξέρεις ότι αυτές τις στιγμές που είναι απών, που δε νιώθεις που δε βλέπεις που καταλαβαίνεις ότι απουσιάζει, είναι αυτή μάλλον η στιγμή που πριν λίγο σου έδωσε τον άρτο Του και μόλις πήγες να καταλάβεις, εξαφανίστηκε. Σου λέει: «Θέλω να αποκτήσεις μια άλλου είδους σχέση μαζί Μου. Πέρα από σχήματα, από χρώματα, από οράματα, από θεάματα, από αγγίγματα, από σιγουριές και βεβαιότητες· θέλω να νοιώθεις στην καρδιά σου ότι Με κρατάς εκεί». Αυτόν που όλο έρχεται και όλο φεύγει. Αυτόν που αφήνει το αποτύπωμά Του μέσα μας και δεν ξέρουμε πού ακριβώς είναι. Και δεν μπορούμε να Τον περιγράφουμε στους άλλους μετά, αλλά οι άλλοι βλέπουν στα μάτια μας κάτι και καταλαβαίνουν ότι ο Κύριος πέρασε απ' την ψυχή μας και κάτι άφησε. Και αυτό αφήνει περιθώρια για καινούργια πρόοδο. Για νέα βήματα.
Αυτό θα γίνεται, λέει, στην αιώνια κατάσταση, στη Βασιλεία του Θεού· εκεί που ο Θεός θα 'ναι πάντοτε αυτό που θα απολαμβάνουμε και αυτό που όλο και περισσότερο θα ζητάμε. Θα το ζητάμε όχι ως κάτι άγνωστο, που δε γνωρίζουμε, αλλά ως κάτι γνωστό που δε χορταίνουμε. Κάτι που κρατάμε και μας φεύγει. Κάτι που δε θέλει να μας βολέψει. Να πούμε ότι κάπου αράξαμε. Ότι κάπου σιγουρευτήκαμε. Ότι εμείς το ξέρουμε.
Όλα αυτά, είδες πώς είναι; Αλληλένδετα. Όλα αυτά, αν τα σκεφτείς, σε κάνουν να γίνεσαι πάρα πολύ δυναμικός, πάρα πολύ σίγουρος και πάρα πολύ αβέβαιος. Για όλα τα πράγματα στη ζωή σου.
Ας πούμε, αν πας τώρα να μιλήσεις στο παιδί σου, μετά απ' αυτά που είπαμε τώρα — κοίταξε πώς θα τα κολλήσουμε τώρα· αν κολλάνε δε ξέρω, μπορεί να μου φύγει πάλι αυτή η σκέψη, αλλά τώρα μου ήρθε — πας να πεις κάτι στο παιδί σου για το Θεό, για τη ζωή του, μια συμβουλή· και νοιώθεις ότι είσαι σίγουρος γι' αυτό που θα του πεις· ότι είναι το σωστό, ότι έτσι πρέπει, ότι αυτό θέλει ο Θεός· ότι τέτοια ώρα πρέπει να γυρίσει, ότι αυτό πρέπει να σπουδάσει, εκεί πρέπει να πας, αυτό να αγοράσεις. Νοιώθεις βεβαιότητες. Ότι ξέρεις. Ενώ ο ίδιος ο Θεός στη σχέση Του μαζί σου, σου λέει συνέχεια αυτό το πράγμα στη ζωή σου: «Εγώ ο Θεός, είμαι ο Θεός των εκπλήξεων. Είμαι ο Θεός που θέλω να σε ωριμάσω και να καταλάβεις ότι το μυαλό σου, όταν νοιώθεις σιγουριά, δεν είμαι Εγώ πάντα εκεί μέσα στη σιγουριά. Εγώ είμαι και μέσα στην αβεβαιότητα. Είμαι στην έκπληξη. Είμαι μέσα σ' αυτό που νοιώθεις ότι χάνεις, αλλά δε το χάνεις».
Μπορεί, δηλαδή, κάποια μέρα να αφήσεις το παιδί σου να φύγει και να του πεις:«Καλά· γύρνα, παιδί μου, αφού δε μπορείς να καταλάβεις ότι πρέπει να γυρίσεις στις δωδεκά-μισι και τη μία, θα κάνω προσευχή στο θεό και γύρνα ό,τι ώρα νομίζεις. Ό,τι ώρα σε φωτίσει ο Θεός». Και ενώ νομίζεις ότι το παιδί σου τ' αφήνεις είσαι πολύ πιο πολύ μες την καρδιά του, που του λες «Έλα, ό,τι ώρα σε φωτίσει ο Θεός»· γιατί γίνεσαι και εσύ θεϊκός στο ήθος και στο φέρσιμο. Και εκεί που νομίζεις το αντίθετο, ότι το παιδί σου το κρατάς στα χέρια σου και το κλείνεις στο δωμάτιο και λες «Το 'χω μέσα. Το κρατάω», σου φεύγει. Και ο άλλος το αφήνει, και το κρατάει. Το αφήνει να του φύγει το παιδί του, φαινομενικά, εξωτερικά, δηλαδή, αλλά άφησε μια σφραγίδα και το παιδί λέει: «Η καρδιά μου, την ώρα που μου μίλαγε η μάνα μου και ο πατέρας μου, δεν ένοιωθα μέσα μου σα να καίγεται; Δε θα γυρίσω στις τρεις. Θα γυρίσω νωρίτερα»· ή, «Θα γυρίσω στις τρεις αλλά θα 'μαι προσεκτικός. Θα 'μαι προσεκτική. Θα ζω σα να 'ταν εδώ μπροστά και η μάνα μου και ο πατέρας μου και δε θα κάνω κάτι, ούτε ουσίες θα πάρω, ούτε θα μεθύσω, ούτε θα αλητέψω, ούτε θα βλαστημήσω, ούτε θα βρίσω· θα ζήσω σα να 'ταν μπροστά οι γονείς μου· και ας αργήσω». Γιατί μου λέει ένα παιδί: «τέτοια ώρα βγαίνουν όλοι, πώς να φύγω εγώ. Μου λέει ο πατέρας μου», λέει, «να πάω βόλτα στις εννιά. Μα στις εννιά, όλοι κοιμούνται», λέει, «οι φίλοι μου, γιατί ετοιμάζονται να ξυπνήσουν στις έντεκα το βράδυ, να πλυθούν, να ετοιμαστούν και στις δώδεκα να βγουν. Και εμένα μου λέει ο πατέρας μου „Εντεκάμισι να γυρίσεις“. Μα εντεκάμισι δεν έχουνε βγει», λέει, «οι φίλοι μου».